Ρενό, Πολ

Ρενό, Πολ
(Reynaud, Μπαρσελονέτ, Κάτω Άλπεις 1878 – Νεϊγί, Παρίσι 1966). Γάλλος πολιτικός. Στη βουλή (όπου μπήκε για πρώτη φορά το 1919) υποστήριξε, χωρίς επιτυχία, τις γνώμες του Ντε Γκολ για τη δημιουργία θωρακισμένων μηχανοκίνητων μονάδων και, τον Μάρτιο του 1938, υποστήριξε (μόνος από τους μη μαρξιστές πολιτικούς) την έκκληση του Λεόν Μπλουμ για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Προφητικός επικριτής του ύποπτου ειρηνιστικού πνεύματος των συμφωνιών του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938), έγινε τον Μάρτιο του 1940 πρωθυπουργός. Μετά τη στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του πολέμου στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει τη διάθεση για συνθηκολόγηση της πλειοψηφίας των συναδέλφων του, και έπειτα από τρεις μήνες παραιτήθηκε. Φυλακίστηκε από τους Γερμανούς, μεταφέρθηκε στη Γερμανία και μετά το 1945 ξαναγύρισε στη Γαλλία για να συνεχίσει την πολιτική και κυβερνητική δραστηριότητά του, συμβάλλοντας, ως ενθουσιώδης οπαδός της ιδέας της ευρωπαϊκής ένωσης, στη δημιουργία του Συμβουλίου της Ευρώπης και της EKAX. Το 1961 ο Ρ. υποστήριξε την αλγερινή πολιτική του στρατηγού Ντε Γκολ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Μοντιλιάνι, Αμεντέο — (Amedeo Modigliani, Λιβόρνο 1884 – Παρίσι 1920). Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης. Μαθητής του Γκουλιέλμο Μικέλι, επίγονου των κηλιδογράφων, ύστερα από μια σύντομη περίοδο σπουδών στη γενέτειρά… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”